- αλοίμονο
- βλ. αλίμονο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αίλινος — αἴλινος, ο (Α) 1. άγρια θρηνητική κραυγή, πένθιμο τραγούδι, μοιρολόι 2. ως επίθ. αἴλινος ον θρηνητικός, γοερός 3. (ο πληθ. ουδ. ως επίρρ.) αἴλινα γοερά, λυπητερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη περί προελεύσεως τής λ. απο τη φράση «αἶ Λίνον»… … Dictionary of Greek
Στσέπκιν, Μιχαήλ Σεμιόνοβιτς — Ρώσος ηθοποιός (1788 1863). Φοίτησε στη σχολή του Σούτζενσκ και άρχισε την επαγγελματική του δραστηριότητα το 1805. Εργάστηκε σε πολλούς θιάσους και σύντομα έγινε πρωταγωνιστής. Στα επαρχιακά θέατρα έπαιξε διάφορους ρόλους και τραγούδησε σε… … Dictionary of Greek